βομβεῖ

βομβεῖ
βομβέω
make a booming noise
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
βομβέω
make a booming noise
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • οξυβόας — ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης) νεοελλ. μουσ. ο οξύαυλος, το όμποε αρχ. ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούς β) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατά γ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βόας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”